- καλύπτρα
- η (AM καλύπτρα, Α ιων. τ. καλύπτρη) [καλύπτω]1. αυτός που καλύπτει, που σκεπάζει κάτι, το κάλυμμα2. τεμάχιο λεπτού υφάσματος με το οποίο καλύπτουν οι γυναίκες το κεφάλι ή το πρόσωπο, κεφαλοπάνι, βέλο(«ἀπὸ δὲ λιπαρὴν ἔρριψε καλύπτρην», Ομ. Ιλ.)νεοελλ.1. βοτ. στρώμα από παρεγχυματικά κύτταρα που σχηματίζει κάλυμμα σε σχήμα κουκούλας στην κορυφή τής ρίζας2. ανατ. το τμήμα τού εγκεφαλικού στελέχους προς τη ράχη τών εγκεφαλικών σκελών και τής γέφυρας διά μέσου τού οποίου ανέρχονται αισθητικές ίνες προς τα εγκεφαλικά ημισφαίριαμσν.1. (στο Βυζάντιο) πηλήκιο, κάλυμμα τής κεφαλής τών στρατιωτών από ελαφρό ύφασμα, που κατέληγε σε οξεία γωνία στο πάνω μέρος2. το περίβλημα τού καρπού τών φυτών, λέπυρο, περικάρπιοαρχ.1. νυφικό πέπλο2. ως παρωνυμία μιας περιοχής στην Περσία, που δόθηκε από τον μεγάλο βασιλιά στη σύζυγό του, από τα εισοδήματα τής οποίας δαπανούσε για τα καλύμματα τού κεφαλιού ή τού προσώπου της3. επίθεμα, πώμα4. θόλος, τρούλλος5. βλέφαρο6. σάβανο7. μτφ. φρ. «δνοφερά καλύπτρα» — το σκοτεινό κάλυμμα τής νύχτας (Αισχύλ.).
Dictionary of Greek. 2013.